- δέομαι
- (AM δέομαι)κάνω δέηση, ικετεύω, προσεύχομαι («δέεται σιωπηλά», «πρὸς τὸν Θεόν μου δεηθήσομαι», «καὶ δεόμεθά σου, ὁ Θεός»)αρχ.-μσν.έχω ανάγκη, χρειάζομαι κάτι («ἐδέοντο βοηθείας»)αρχ.1. επιθυμώ(«μηδὲ δεῑσθαι τοῡ ἀπηγορευμένου» — ούτε να επιθυμεί το απαγορευμένο)2. παρακαλώ κάποιον να κάνει κάτι («ἐμοῡ δὲ δέησιν ἰσχυρὰν ἐδεήθη μὴ παραλιπεῑν, «ἐδεήθη Καίσαρος ὅπως αὐτὴν ἐάση...»)αρχ.-μσν.(μτχ. ενεστ.) οι δεόμενοιέτσι καλούνται από τη στάση τους παραστάσεις χριστιανών, αγίων ή άλλων προσώπων τής Αγίας Γραφής, που εικονίζονται στις τοιχογραφίες τών κατακομβώναρχ.οι φτωχοί.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δέω (Ι)].
Dictionary of Greek. 2013.